- περιαγωγός
- -όν, Α [περιάγω]1. αυτός που προκαλεί περιαγωγή, δηλαδή περιφορά, περιστροφή, κυκλική στροφή2. το αρσ. ως ουσ. ὁ περιαγωγόςδιώρυγα που περιέκλειε κυκλικά περιοχή αγρών.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
περιαγωγός — causing to turn round masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)